- ἀνδρόμεος
- ἀνδρόμεος, ον (ἀνὴρ): of a man or men, human; αἷμα, χρώς, also ὅμῖλος, Il. 11.538; ψωμοί, morsels ‘of human flesh,’ Od. 9.374.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανδρόμεος — ἀνδρόμεος, έα, ον (Α) ανθρώπινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + επίθημα μεος, το οποίο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. maya] … Dictionary of Greek
ἀνδρόμεος — human masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέων — ἀνδρόμεος human fem gen pl ἀνδρόμεος human masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρόμεον — ἀνδρόμεος human masc acc sg ἀνδρόμεος human neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέαις — ἀνδρόμεος human fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέη — ἀνδρόμεος human fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέην — ἀνδρόμεος human fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέης — ἀνδρόμεος human fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέοιο — ἀνδρόμεος human masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέοις — ἀνδρόμεος human masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέοισι — ἀνδρόμεος human masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)